φαλάγγιο

φαλάγγιο
το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α
1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα
2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για την καθέλκυση ή την ανέλκυση πλοίου στην ξηρά
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. τα φαλάγγια- ζωολ. τάξη αραχνιδίων, τα οποία στερούνται δηλητηριωδών και νηματογόνων αδένων, με 3.400 περίπου είδη συγγενικά με τις αράχνες, από τις οποίες διακρίνονται από τα πολύ μεγάλα νηματόμορφα πόδια και από το μικρό σφαιρικό και ωοειδές, αιωρούμενο στον αέρα, σώμα τους, τού οποίου τα δύο τμήματα, κεφαλοθώρακες και κοιλία, δεν χωρίζονται με περίσφιγξη, όπως στις αράχνες
2. ναυτ. καθεμιά από τις δοκούς που τοποθετούσαν στα παλαιά ναυπηγεία, εγκάρσια τής εσχάρας τής ναυπηγικής κλίνης
3. φρ. «τούς πήρανε φαλάγγι»
(κυρίως μτφ.) i) τούς έτρεψαν σε άτακτη φυγή
Η) τούς νίκησαν με μεγάλη διαφορά
αρχ.
1. είδος δηλητηριώδους αράχνης
2. ο ιστός αυτής τής δηλητηριώδους αράχνης
3. βότανο για την θεραπεία τών δηγμάτων τής δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος. Ο νεοελλ. τ. σφαλάγγι με προθετικό σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος). Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. phalangium].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • φαλάγγι — το, Ν βλ. φαλάγγιο …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγίτης — ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, ίτιδος, Α στρατιώτης φάλαγγας νεοελλ. 1. απόμαχος τού τακτικού στρατού τής Ελληνικής Επανάστασης τού 1821 2. μέλος τής δεύτερης βαθμίδας τής λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης τού δικτατορικού καθεστώτος τής… …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγίτιον — τὸ, Α [φαλαγγίτης] φαλάγγιο …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγιώ — άω, Α [φαλάγγιον] 1. είμαι δηλητηριώδης όπως το φαλάγγιο 2. μτφ. είμαι εξαγριωμένος …   Dictionary of Greek

  • φαλαγκτήριον — τὸ, ΜΑ καθένα από τα στρογγυλά ξύλα που χρησιμοποιούνται για τη μετακίνηση βαρών, φαλάγγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + κατάλ. τήριον*] …   Dictionary of Greek

  • αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”